μεγιστάν

μεγιστάν
3175 μεγιστάν
{сущ., 3}
вельможа.
Ссылки: Мк. 6:21; Откр. 6:15; 18:23.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεγιστάν" в других словарях:

  • μεγιστᾶν — μέγας big masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστάνος — και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας …   Dictionary of Greek

  • νεάν — νεάν, ὁ (ΑΜ) νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. Ἕλληνες Ἑλλᾶνες)] …   Dictionary of Greek

  • συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»